σπαραχτικός

σπαραχτικός
σπαραχτικός, -ή, -ό βλ. σπαρακτικός.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • δαϊκτήρ — ( ῆρος), ο (Α) [δαΐζω (Ι)] 1. αυτός που σκοτώνει (για τον Άρη) 2. ως επίθ. ο σπαραχτικός («δαϊκτὴρ γόος», Αιοχ) …   Dictionary of Greek

  • σπαρακτικός — ή, ό / σπαρακτικός, ή, όν, ΝΑ, και σπαραχτικός, ή, ό, Ν [σπαράκτης] νεοελλ. αυτός που προκαλεί βαθιά λύπη, που προξενεί σπαραγμό («σπαρακτικές κραυγές») αρχ. ο επιτήδειος στο να κατασπαράζει. επίρρ... σπαραχτικά / σπαρακτικῶς ΝΑ με σπαραγμό …   Dictionary of Greek

  • σπαρακτικός — σπαρακτικός, ή, ό και σπαραχτικός, ή, ό επίρρ. ά, αυτός που προκαλεί σπαραγμό: Οι γυναίκες έβγαζαν σπαραχτικές κραυγές, καθώς τις έσερναν στην αιχμαλωσία. – Οι σπαρακτικοί της θρήνοι κατασυγκίνησαν όλους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”